«Το σκέφτηκα καλά και τ' αποφάσισα:
θα
φύγω απ’ τα χωράφια σου πατέρα.
‘Δω
που ριζώνω, χαραμίζομαι, πικραίνομαι.
Μηχανικός
θα γίνω. Το ‘πα στη μητέρα
και
θ' αποδείξω στο χωριό και στους ημέτερους,
πως
μου αξίζει μια καλύτερη ημέρα"
Τον
αχυρώνα για εργαστήρι ανακαίνισε
μα
οι δουλειές δεν πήγανε σπουδαία.
Οι
συγχωριανοί του τον εκμεταλλεύτηκαν
μιας
σε κανέναν δεν μπορούσε να πει «όχι».
Σε
ποιον; Στο φίλο του και άλλοτε στον ξάδερφο;
Στης
καλοσύνης του πιάστηκε την απόχη..
-«Τι
σου χρωστάω για τα φρένα και τα νήματα;»
-«Φίλε,
εκατό δραχμές μόνο για σένα!»
-«Δημήτρη
δε μου μένουν άλλα χρήματα.
Θα
μου τα δώσεις για να κάνω τη δουλειά μου;
κι
όταν με το καλό πιάσω λεφτά στα χέρια μου,
σε
σένα θα τα δώσω πρώτα - πρώτα."
Τα
μαύρα χέρια του πάνω στη φόρμα έτριβε
που
επιδιόρθωσε, μόλις, το μηχανάκι:
-«Ξενύχτησα
στη μηχανή και τα κατάφερα!»
-«Μήτσο
θα στα δώσω τη Δευτέρα...»
-«Εντάξει
Παντελή» κι ύστερα επέστρεφε
μ'
απογοήτευση, στην αδιέξοδη καριέρα.
Ήταν
σπουδαίος μηχανικός ο θείος μου.
Πανέξυπνος
και πράος και ψυχούλα.
Όταν
τα παράτησε λυπήθηκα.
Τον
σκέφτομαι ν' αδειάζει, αργά, τα ράφια
και
σα σκυλί δαρμένο όταν θα γύρισε
μες
στη ντροπή, ξανά, στα άθλια χωράφια.
«Μήτσο
δεν άντεξες ε; Μήπως δεν σου τα ‘λεγα;
Το
‘ξερα πως μια μέρα θα γυρίσεις...»
Αυτός που χρώσταγε, δικάζει: «Λάθος άνοιγμα.»
Και
μία μπάμπω που στρογγυλοκάθεται
πλέκοντας, μ' απλοϊκή σοφία, ψελλίζει:
«Καιροί δεν είναι για επιχειρήσεις...»
«Καιροί δεν είναι για επιχειρήσεις...»