Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

Μηλιά


Δε βιάζομαι...
δε βιάζομαι να φτάσω
δε βιάζομαι να φτάσω, πια.

Αυτή η μηλιά ξεκίνησε κλαράκι,
ένα ασθενές δεντρί, ευαίσθητο κλαδάκι
που το χαλούσαν στο παιχνίδι, τα παιδιά.

Τη μπόλιαζε ο θείος μου·
μ' αβέβαιη λαλιά
ξεστόμιζε πως άλλο δε θ' αντέξει,
πως έρχεται κι η παγωνιά...

Κάποια στιγμή -χρόνια μετά-
έκοβε η μητέρα μου στο πιάτο
το ρόδινο το μήλο απ' τη μηλιά,
το κόκκινο το μήλο, το αφράτο.

..Κι άπλωνε τα χέρια, ζαρωμένος,
απ' τα εφτά κομμάτια, μοναχά
να δοκιμάσει έστω ένα ο καημένος.
Κι έτρωγε και του κοβόταν η μιλιά.

Δε βιάζομαι...
δε βιάζομαι να γίνω
δε βιάζομαι να γίνω, πια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου