Στα καφενεία της Σίψας ο ήλιος διαχέεται
απ’ τα κρύσταλλα στα παλιά τραπέζια.
Στα παράθυρα μέσα, το απόγευμα φλέγεται
Στα παράθυρα μέσα, το απόγευμα φλέγεται
εξαίσια στου Ιούλη τα χέρια.
Τα καφενεία της Σίψας ρημάζουν· απλόχερα
τους χάρισε ο θεός τη γαλήνη.
Μόνο οι άνθρωποι λείπουν, να δούνε το λιόγερμα,
να πιούνε γουλιά καλοσύνη.
τους χάρισε ο θεός τη γαλήνη.
Μόνο οι άνθρωποι λείπουν, να δούνε το λιόγερμα,
να πιούνε γουλιά καλοσύνη.
Τα καφενεία της Σίψας η πέτρα τα χαίρεται.
Αφομοιώνονται απ’ το τοπίο.
Μουρμουράει η κυρά Λένη θρύλους και σιάζει, το
σεμέ κάτω απ' το ανθοδοχείο
Αφομοιώνονται απ’ το τοπίο.
Μουρμουράει η κυρά Λένη θρύλους και σιάζει, το
σεμέ κάτω απ' το ανθοδοχείο
για το ενδεχόμενο κάποιος σε λίγο να έρχεται
-ταξιδιώτης πέρα απ’ την πόλη-
στα καφενεία της Σίψας που η πέτρα τα χαίρεται
κι αφυδατώνεται η ψυχούλα τους όλη...
-ταξιδιώτης πέρα απ’ την πόλη-
στα καφενεία της Σίψας που η πέτρα τα χαίρεται
κι αφυδατώνεται η ψυχούλα τους όλη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου