Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Το καΐκι


Όνειρο το ‘χε κείνο το καΐκι
και κλαίγεται, οδύρεται, αγρυπνά
που η θεά δεν το ‘θελε η τύχη
να έχει περισσότερα λεφτά
να ‘χει ένα σπίτι να πουλήσει, ένα τσιφλίκι.

Και παίρνει, ξεκινά έναν κουμπαρά.
Όποτε περισσεύει χαρτζιλίκι,
σπρώχνει τον οβολό του, τον παρά.
Κόβει απ' το φαγητό, κόβει απ' το νοίκι
κόβει απ’ τα χείλη τη μιλιά.

Όλα για τ' όνειρό του: το καΐκι.

Μα φθίνει η ζωή, κυλάει φρίκη.
Γκρινιάζει κι η γυναίκα, αγκομαχά.
Τέτοιο δε γνώρισε άλλο ρεζιλίκι
"Αυτό μας μάρανε -σχολιάζει- μοναχά..."
Μετά στο πλύσιμο επιστρέφει και στο μπρίκι.

Κείνος ρεμβάζει και παραμιλά:
"Σκέψου τη θάλασσα, τον ήλιο τεφαρίκι...
Βαθύς ορίζοντας. Το άγνωστο να γελά!
Σκέψου τριγύρω μας τα πλάτη και τα μήκη"
κι αποκοιμιέται σε μια θάλασσα πλατιά
που πλέει ωραίο, στ' όνειρό του, το καΐκι...

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

Χαρταετοί


Είμαστε πέντε αδέρφια.
Όταν ήμασταν παιδιά, κάθε καθαρά Δευτέρα
βγαίναμε στο μπαλκόνι με τη Ντίνα
και μετρούσαμε τους χαρταετούς.

Τώρα, πάνε αυτά.
Πάντως.. να σου πω κάτι;
Εγώ ακόμα τους μετράω.
Μπορεί κι η Ντίνα να τους μετράει..



Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Εκείνο


Εκείνο που όσο δεν προσεγγίζεται,
μ' αφήνει πάντα εντυπωσιασμένο·
εκείνο που όταν ποδοπατιέται, ξεσκίζεται,
ένα άλλο «εκείνο» προσφέρεται, ξένο.

Το ιδανικό, το άφθαρτο, εκείνο
το δανεικό, το αιώνιο χρέος
που δεν ξεπληρώνεται όσα κι αν δίνω,
ελεύθερος να 'μαι κι ωραίος.


Αέναο ποταμάκι που χύνεται..
Το άπειρο, το μέγα.
Εκείνο που ό
σο το σκέφτεσαι,
γίνεται
το άλφα σου και το ωμέγα.


Αειθαλές, παρθένο, ευήλιο,
που αισθήματα δεν έχει, ούτε μπέσα.
Όταν σβήνεται απ' την υφήλιο,
στο υποσυνείδητο διπλώνεται μέσα.


Η σοφία, εντός του όλη κλείνεται.
Το ατίθασο, το υπέρλαμπρο ένα
·
κι η ιδέα του, κισσός που επεκτείνεται
στα μάτια, στην καρδιά, στον αυχένα.


Εκείνο το μεγαλειώδες μικρό,
το υπέρτατο απωθημένο
που μέλει σβήσει νεκρό
είτε αγγίζοντάς το, είτε αφημένο.


Εκείνο, που όταν δε συλλογίζεσαι,
μέσα στ' αγγεία σου βράζει.
Πίσω απ' το δάχτυλό σου όταν κρύβεσαι,
σα μάτι πελώριο κοιτάζει.


Εκείνο που το ξέρει κι ένα νήπιο..
μα αβέβαιος ο σοφός το εξετάζει
·
που κείτεται μέσα μας ήπιο
και σαν αγρίμι ουρλιάζει.


Εκείνο που δείχνεις με το δάχτυλο,
που μπρος του το βήμα σου σέρνει.
Πηγαίνεις
· μα ένα νέο, εφάμιλλο
ορίζοντα ατέρμονα φέρνει.


Εκείνο το περίπλοκα απλό..
Εκείνο που ποτέ δεν το ξέχασες
Εκείνο που το ξέρει κι ένα νήπιο..


Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

Μηλιά


Δε βιάζομαι...
δε βιάζομαι να φτάσω
δε βιάζομαι να φτάσω, πια.

Αυτή η μηλιά ξεκίνησε κλαράκι,
ένα ασθενές δεντρί, ευαίσθητο κλαδάκι
που το χαλούσαν στο παιχνίδι, τα παιδιά.

Τη μπόλιαζε ο θείος μου·
μ' αβέβαιη λαλιά
ξεστόμιζε πως άλλο δε θ' αντέξει,
πως έρχεται κι η παγωνιά...

Κάποια στιγμή -χρόνια μετά-
έκοβε η μητέρα μου στο πιάτο
το ρόδινο το μήλο απ' τη μηλιά,
το κόκκινο το μήλο, το αφράτο.

..Κι άπλωνε τα χέρια, ζαρωμένος,
απ' τα εφτά κομμάτια, μοναχά
να δοκιμάσει έστω ένα ο καημένος.
Κι έτρωγε και του κοβόταν η μιλιά.

Δε βιάζομαι...
δε βιάζομαι να γίνω
δε βιάζομαι να γίνω, πια.